- κτυποκάρδι
- τοβλ. χτυποκάρδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
χτυποκάρδι — και κτυποκάρδι, το, Ν καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών τής λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)] … Dictionary of Greek